Και ιδού! Αλλιώς ήθελα να το ξεκινήσω αυτό το κείμενο και αλλιώς το αρχίζω. Ο λόγος; Με πρόδωσε ο υπολογιστής μου. Κάτι που για μένα που εδώ και είκοσι και πλέον χρόνια προσπορίζομαι τα του βίου (επαγγελματικού και επικοινωνιακού) μέσω καλωδίων συνιστά ένα είδος μικρής τραγωδίας. Άλλες τεχνολογίες γραφής (στυλό, μολύβια, γραφομηχανές) δεν μπορώ πλέον να χρησιμοποιήσω και πάντως όχι για σημειώματα άνω των δέκα λέξεων σε κίτρινα χαρτάκια. Αναπηρία; Αναπηρία! Δεν ντρέπομαι γι’ αυτή όπως δεν ντρέπεται ο τυφλός για την τυφλότητά του και ο κουτσός για την κουτσαμάρα του. Δεχτείτε με έτσι. Ή μη με δέχεστε. Εχω τα παιδιά μαζί μου…
Κι ενώ ο υπολογιστής μου δίνει μάχη ζωής και θανάτου πάνω στον πάγκο του πληροφορικάριου, ας είναι καλά οι φίλοι που διαθέτουν και υπολογιστές και γρήγορη σύνδεση για να μπορέσω να είμαι και πάλι εδώ. Πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ή μήπως όχι; Ή μήπως αυτό αποδεικνύει την απόλυτη εξάρτησή μου από την τεχνολογία; Αλλά και πότε, από την εποχή του Προμηθέα δεν ήταν απόλυτη αυτή η εξάρτηση;
Πάμε όμως στην αφορμή: Θυμάμαι με συγκίνηση την είσοδο της τηλεόραση στο σπίτι μας. Χειμώνας του ’68 πρέπει να ήταν κι εγώ μπουσουλώντας άρπαξα ένα παρατημένο κατσαβιδάκι κι έσπευσα να το χώσω στο πίσω μέρος της συσκευής για να δω που είναι κρυμμένα τα ασπρόμαυρα ανθρωπάκια που έβλεπα μπροστά από το γυαλί. Με την ίδια συγκίνηση θυμάμαι την μετά από 20 χρόνια, το 1988, κάποιον να γράφει στην μαύρη οθόνη, με πράσινα γράμματα, χωρίς εγώ να αγγίζω το πληκτρολόγιο, ένα Hello. Ηταν η πρώτη μου σύνδεση με τον Άλλο μέσω υπολογιστή. Το «ανθρωπάκι» μέσα από το κουτί μου μιλούσε. Και μιλούσε μόνο σε μένα και όχι σε ένα αόριστο ακροατήριο.
Μέσα σ΄ αυτά τα 20 χρόνια έζησα και ζήσαμε κατακλυσμιαίες αλλαγές στις τεχνολογίες και μέσω αυτών ή παράλληλα με αυτές, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ή πιο σωστά, στον τρόπο που συνδέουμε τα προσωπικά και κοινωνικά μας βιώματα με όσα έμψυχα και άψυχα μας περιβάλλουν. Από το ραδιόφωνο, ψηλά στο ράφι με τις λυχνίες και το σεμεδάκι, στο τηλέφωνο με τις υπεραστικές κλήσεις –κατόπιν ειδοποίησης μία ημέρα πριν-, στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, στο πρώτο τρανζίστορ που έφερε κάποιος συγγενής από την Αμερική, στο τηλεκοντρόλ και την έγχρωμη τηλεόραση (άραγε Πάλ ή Σεκάμ να πάρουμε;) και από εκεί στο προσωπικό υπολογιστάκι για μαθηματικές πράξεις, στα πρώτα Κόμμοντορ, λίγο αργότερα στα ασύρματα οικιακά τηλέφωνα, στα κινητά, στους προσωπικούς υπολογιστές…
Σε ένα άλλο επίπεδο, έζησα τις ίδιες εξελικτικές φάσεις στο χώρο του Τύπου. Από το 82 που πρωτοτρύπωσα στις εφημερίδες και τα περιοδικά, πέρασα από τυπογραφεία, σε χειρόγραφα και δακτυλογραφήσεις, πάνω από μονταζιέρες και γράμματα λετρασέτ, στους πρώτους υπολογιστές και σήμερα στις online εκδόσεις.
Η περιέργεια μου για όλα αυτά και για όλα όσα μέσω αυτών ανακάλυπτα, το ξεπέρασμα των ορίων που μέχρι πριν λίγο έμοιαζαν ανυπέρβλητα με βοήθησαν να επιβιώσω μέσα σε όλο αυτόν ορυμαγδό.
Κατά ένα περίεργο τρόπο αυτό που δεν άλλαξε ήταν η λαχτάρα μου για την …παλιά τεχνολογία του βιβλίου. Τα βιβλία στο σπίτι συνεχίζουν να αυξάνονται και να πληθύνονται με αμείωτο ρυθμό εδώ και χρόνια κάνοντας την μεταφορά τους από σπίτι σε σπίτι –εμένα, του νομάδα της πληροφορίας- όλο και πιο δύσκολη.
Αν κάτι έχασα ήταν η επιθυμία μου –μάλλον και η δυνατότητα- να γράψω ένα βιβλίο. Μια επιθυμία αρκετά έντονη μέχρι τα 30 μου χρόνια η οποία χάθηκε ολοσχερώς πριν από πέντε χρόνια όταν ανακάλυψα τα blogs.
Παρά το γεγονός ότι παραμένω φανατικός αναγνώστης βιβλίων, θα πρέπει να ομολογήσω ότι ο όγκος των online κειμένων τα οποία διαβάζω υπερτερεί πλέον των εντύπων. Ο λόγος;
Οσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο εξοικειώνομαι από τη μη-γραμμική αφήγηση και το υπερκείμενο και άλλο τόσο με κουράζει η αρχή, η μέση και (κυρίως!) το τέλος.
Κι αν ΕΔΩ συνάντησα την κινητήρια, αρχετυπική περιέργεια των 4 μου χρόνων όταν με το κατσαβίδι στο χέρι αναζητούσα τον Άλλο μαζί με την επιθυμία μου να συνομιλήσω με το «πίσω μέρος της μηχανής» που και πάλι ήταν ο Άλλος, παρ’ όλα αυτά με διακατέχει μια απορία που ελάχιστα απέχει από την ανησυχία: Γιατί το βιβλίο (ως μορφή αλλά και ως περιεχόμενο, πεζό, ποιητικό, μυθιστόρημα ή διήγημα) έχει ελάχιστα επηρεαστεί από όλα όσα παράθεσα παραπάνω. Διότι, κι ας με συγχωρήσουν οι συνομιλητές μου, πέραν από τον Μπόρχες («Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται») και τον Πάβιτς («Το Λεξικό των Χαζάρων») όπου και τα δύο προηγήθηκαν του διαδικτύου και των επιρροών του, δεν έχω βρει κάτι που να εκφράζει, ως τρόπος, τη νέα εποχή της γραφής…
Ελπίζω μόνο σ’ αυτό που κάποτε είπε ο αγαπημένος φίλος, Θανάσης Τριαρίδης. Πως ο Καβάφης, ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης της εποχής μας θα εμφανιστεί μέσα από κάποια ιστολόγια…
Για να συνεχιστεί το μεγάλο παραμύθι της ιστορίας του είδους μας!