Σάββατο 25 Απριλίου 2009

ΑΦΟΡΜΗ ΕΚΤΗ από τον Μάνο Κοντολέων

Κλείνοντας αυτή της εξαήμερη ανταλλαγή απόψεων, θα ήθελα η δική μου αφορμή συζήτησης να επικεντρωθεί σε ένα θέμα που αν και από την αρχή τέθηκε, νομίζω πως δεν απαντήθηκε. Είναι αυτό που έχει να κάνει με τα πνευματικά δικαιώματα και το διαδίκτυο.

Και για να μην δημιουργήσω το όποιο κλίμα που τυχόν θα μπορούσε ίσως να επηρεάσει τις απόψεις όλων μας, προτιμώ να εκφράσω μια σειρά από συγκεκριμένα ερωτήματα.

  1. Το πνευματικό έργο ανήκει ή όχι στον δημιουργό του ή από τη στιγμή που με τον όποιο τρόπο το κοινοποιεί παύει να έχει πάνω του την όποια ιδιοκτησία;
  2. Η πνευματική δημιουργία θεωρείται ή όχι ως εργασία που θα πρέπει αυτός που την έχει κάνει και να αμείβεται;
  3. Η δημοσίευση ενός έργου στο διαδίκτυο πόσο το προφυλάσσει από τις αυθαίρετες επεμβάσεις τρίτων;
  4. Ποια είναι η ευθύνη κάποιου που δημοσιεύει ένα έργο και το οποίο δεν το υπογράφει με ένα όνομα το οποίο μπορεί να ελεγχθεί ως προς την ταυτότητά του;
  5. Πόσο είναι προφυλαγμένος ο αναγνώστης ενός έργου που έχει δημοσιευθεί στο διαδίκτυο σχετικά με την φερεγγυότητα τόσο του έργου, όσο και με τον συγγραφέα του;
  6. Με ποιον τρόπο διασφαλίζεται η συνεχής παρουσία ενός έργου σε ιστοσελίδα ή ό,τι άλλο σχετικό, τη στιγμή που μήτε ο δημιουργός του έργου μήτε και οι αναγνώστες του δεν ελέγχουν το μηχανισμό ανάρτησης και παραμονής;

Μερικά από τα πολλά ερωτήματα που μπορεί κάποιος να σκεφτεί είναι τα πιο πάνω.

Προσωπικά δεν είμαι σίγουρος πως έχω τις απαντήσεις.

Την τεχνολογία την χρησιμοποιούμε όλοι, αλλά τους μηχανισμούς της λίγοι τους κατέχουν. Κι έτσι θέτω και το τελευταίο μου ερώτημα

  1. Μήπως οδηγούμαστε σε μια κοινωνία ελεγχόμενη από τους γνωρίζοντες όχι τη Γνώση, αλλά την Τεχνική;

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

ΑΦΟΡΜΗ ΠΕΜΠΤΗ από τον Κυριάκο Αθανασιάδη

Δεν έχω να κάνω καμιάν ερώτηση, ή να θέσω κάποιο θέμα – ας σχολιάσει όποιος θέλει ό,τι θέλει... ελεύθερα! :-) Ή ας παίξουμε κάποιο παιχνίδι.

Εγώ, χάριν ακριβώς παιδιάς, έκανα αυτό:

Αν ονομάσουμε το εγώ που είναι βυθισμένο στον κόσμο (dasein) «μετέχον εγώ» (είτε είναι συγγραφέας, είτε αναγνώστης), τότε η φαινομενολογικά τροποποιημένη τοποθέτηση που προκύπτει από την εμπλοκή με τα κείμενα— Πρώτα όμως να εξηγηθώ: αν κι εγώ προτιμώ το stalking, την τέχνη της παραφύλαξης, κάτι έχει ήδη μεταλλαχτεί. Με όλα αυτά τα delete, copy paste, save as – αισθάνομαι πως ο κόσμος δεν μπορεί να ερμηνευτεί με έναν μοναδικά συνεκτικό τρόπο (δείτε εδώ την κοινωνία του θεάματος του Ντεμπόρ). Όχι, δεν φοβάμαι τις όποιες αλλαγές. Κι αν κατάλαβα καλά αυτό που λέει ο Χρήστος, έχω την επείγουσα ανάγκη να την ξεμάθω, να ξηλώσω από μέσα μου τη φθορά της. {Αυτή η ανάρτηση αφαιρέθηκε από το συγγραφέα.} Το καμάκι πάντα μένει το ίδιο. Μα δεν μπορώ να απαντήσω. Είμαι 32 χρονών. {Αυτή η ανάρτηση αφαιρέθηκε από το συγγραφέα.} Μεταφορές «βάθους» / «έκφρασης» / «καρδιάς» / «ψυχής» / «πόνου» κλπ. Η δεύτερη μέρα κλείνει, τελειώνει… Η τρίτη τι άραγε θα φέρει; Το βερνίκι είναι που αλλάζει. Αν κάτι έχασα ήταν η επιθυμία μου. Ούτε θέλω να μου το μάθουνε – θέλω να το ζήσω. Βέβηλη σκέψη; (Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ). Θεωρώ ότι αλλάζει, αλλά τόσο αργά, ενώ γύρω του όλα τα υπόλοιπα… Βραδινή άσκηση αριθμητικής. Γιατί, πλέον, με αγχώνουν τα βιβλία, που βρίσκονται σε «ψηλά» ράφια. {Αυτή η ανάρτηση αφαιρέθηκε από το συγγραφέα.} Πολύ μ’ αρέσει. (Το ερωτηματικό). Δεν επαρκεί να λέμε εκείνο το σύνηθες: «Εγώ έτσι τα βλέπω τα πράγματα». Η υποκειμενικότητα ενός συγγραφέα δεν είναι πλέον επαρκής για μια θεαματική/spectacular πραγματικότητα. Εξαιρούνται τα άτομα του είδους rey zamuro. Αλλά βέβαια δεν ξέρω. Είμαστε κατ’ εξοχήν άνθρωποι της βραδύτητας και της μόνωσης.
{Αυτή η ανάρτηση αφαιρέθηκε από το συγγραφέα.} Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αρχιτεκτονικούς σχεδιασμούς: ας μείνουμε στα δικά μας νερά κι ας φέρουμε άρωμα γυναίκας. Με ένα κονιάκ, λίγα αμύγδαλα, πικρή σοκολάτα, μουσική από το αρχείο μου στο σκληρό δίσκο. (Τα ζητήματα αυτά έχουν διευθετηθεί ήδη από τον Benjamin). Βάμος. Το «ανθρωπάκι» μέσα από το κουτί μού μιλούσε. Και μιλούσε μόνο σε μένα και όχι σε ένα αόριστο ακροατήριο. {Αυτή η ανάρτηση αφαιρέθηκε από το συγγραφέα.} Εσάς;

Δεν έχει καμιάν απολύτως χρησιμότητα, πρακτική αξία, ή ό,τι άλλο, αλλά δίκην ασκήσεως ήταν ευκολάκι, διασκεδαστικό (για μένα) και ξερωγώ. Οκέι.

Να ‘στε καλά όλοι!

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

ΑΦΟΡΜΗ ΤΕΤΑΡΤΗ από την Άννα Δραγατσίκα

Ανήκω σε εκείνα τα παιδιά, που γεννήθηκαν σε ένα διαμέρισμα. Δεν γνώρισα γειτονιά ή αυλή. Η μόνη ψυχαγωγία μου ήταν μια ασπρόμαυρη τηλεόραση και ένα ραδιόφωνο. Όταν κάποια στιγμή, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο, ένιωσα πως μεγάλωσε ξαφνικά το διαμέρισμά μας και πλέον με χωρούσε. Τα πρώτα μου βιβλία, τα διάβαζα αργά για να μην τελειώσουν και μετά δεν καταφέρω να βρω άλλα. Όταν σιγουρεύτηκα ότι υπάρχουν πολλά, με έπιασε μια απίστευτη μανία και ήθελα να τα διαβάσω όλα.

Λίγο η ανασφάλεια της οικογένειας μου, λίγο η λογική προσκόλληση της βασικής μου εκπαίδευσης, στους μεγάλους και κλασσικούς λογοτέχνες, λίγο το περιβάλλον μου, που δεν μου πρόσφερε ιδιαίτερες εναλλακτικές λύσεις, βρέθηκα στην εφηβεία να έχω εξαντλήσει τη λίστα με τα must read βιβλία. Άρχισα να αναζητώ μόνη μου τίτλους, σε λογοτεχνικά περιοδικά ή σε ειδικά αφιερώματα σε εφημερίδες. Το χαρτζιλίκι λίγο και η λίστα με τα προτεινόμενα βιβλία μεγάλη. Με θυμάμαι να κάθομαι ώρες ατελείωτες στο βιβλιοπωλείο και να προσπαθώ να αποφασίσω όχι ποιο θα πάρω αλλά ποιο δεν θα πάρω. Ποιο θα θυσιάσω. Και πάντα θυσίαζα και άφηνα στο ράφι, τα λιγότερο γνωστά ή τα λιγότερο κλασσικά βιβλία. Από φόβο ότι ίσως αγοράσω το «κακό» βιβλίο ή κάνω την «λάθος» επιλογή έναντι κάποιου αριστουργήματος. Κάθε βιβλίο, που τελείωνα, με έκανε ακόμα πιο δύσκολη και επιλεκτική στην επιλογή του επόμενου. Και βρέθηκα κάποια στιγμή, παντελώς ανίκανη να ενθουσιαστώ με κάποιο βιβλίο. Και σταμάτησα.

Ευτυχώς κάπου εκεί χρονικά, άρχισε να μπαίνει στην ζωή μου ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το Internet. Αρχικά ως εργαλείο εργασίας, στη συνέχεια ως εργαλείο ενημέρωσης και αργότερα επικοινωνίας. Χωρίς να το συνειδητοποιώ άρχισα να έρχομαι σε επαφή με απίστευτο όγκο πληροφορίας, τον οποίο και κατανάλωνα με εξαιρετική ευκολία. Είχα ανακτήσει την χαρά της ανάγνωσης. «Συνάντησα» πολλούς συγγραφείς και λογοτέχνες και ήρθα σε επαφή με κείμενα, που υπό άλλες συνθήκες, θα είχα αδιαφορήσει. Άρχισαν να με γοητεύουν κείμενα καθημερινότητας, απλών ανθρώπων και βρέθηκα να αλληλεπιδρώ μαζί τους. Συμμετείχα και συμμετέχω σε διαδικτυακές κοινότητες, που ασχολούνται με το βιβλίο και ανακάλυψα πως εκτός από τα αντικειμενικά λογοτεχνικά αριστουργήματα, υπάρχουν και τα υποκειμενικά λογοτεχνικά αριστουργήματα και αυτά μπορούσα να τα καθορίσω εγώ. Αγάπησα και πάλι το βιβλίο. Για την ακρίβεια, όλα τα βιβλία.

Σήμερα, παρακολουθώ εγχειρήματα νέων ανθρώπων, που με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, μπορούν και παράγουν αλλά και προωθούν μόνοι τους τα βιβλία τους. Εμπιστεύομαι τις επιλογές των μεγάλων εκδοτικών οίκων. Απλά με ενθουσιάζει το γεγονός ότι κάποιος μπορεί, αν το θέλει πραγματικά να εκδώσει ένα βιβλίο. Βλέπω όλο και περισσότερα βιβλία να κυκλοφορούν με creative commons άδειες. Καινούριους τρόπους προώθησης βιβλίων. Νέα μέσα έκφρασης και το βιβλίο να κατεβαίνει από το ράφι «Μεγάλοι λογοτέχνες» και να βρίσκει κοινό να το αγκαλιάζει. Γιατί, πλέον με αγχώνουν τα βιβλία, που βρίσκονται σε «ψηλά» ράφια και δεν φτάνει το χέρι όλων να τα πιάσει. Αν και έχω απομακρυνθεί εδώ και χρόνια από την τηλεόραση, με ενθουσιάζει να βλέπω σειρές βασισμένες σε βιβλία, που τυγχάνουν κοινής αποδοχής. Ίσως στην εποχή μας να μην είναι η ζωγραφική η λογοτεχνία των αγράμματων αλλά να είναι η τηλεόραση ή ακόμα καλύτερα ο κινηματογράφος.

Θέλω οι άνθρωποι να διαβάζουν και αυτό να είναι ουσιαστικό μέρος της ψυχαγωγίας τους. Όχι ένα χόμπι πολυτελείας, από λίγους για λίγους. Είναι ίσως επειδή πιστεύω ότι η ποιότητα έρχεται μέσα από την ποσότητα και η ελευθερία από τις πολλές επιλογές. Εσείς τι λέτε;

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

ΑΦΟΡΜΗ ΤΡΙΤΗ από τον Αντρέα Παναγόπουλο Σάντερς

Και ιδού! Αλλιώς ήθελα να το ξεκινήσω αυτό το κείμενο και αλλιώς το αρχίζω. Ο λόγος; Με πρόδωσε ο υπολογιστής μου. Κάτι που για μένα που εδώ και είκοσι και πλέον χρόνια προσπορίζομαι τα του βίου (επαγγελματικού και επικοινωνιακού) μέσω καλωδίων συνιστά ένα είδος μικρής τραγωδίας. Άλλες τεχνολογίες γραφής (στυλό, μολύβια, γραφομηχανές) δεν μπορώ πλέον να χρησιμοποιήσω και πάντως όχι για σημειώματα άνω των δέκα λέξεων σε κίτρινα χαρτάκια. Αναπηρία; Αναπηρία! Δεν ντρέπομαι γι’ αυτή όπως δεν ντρέπεται ο τυφλός για την τυφλότητά του και ο κουτσός για την κουτσαμάρα του. Δεχτείτε με έτσι. Ή μη με δέχεστε. Εχω τα παιδιά μαζί μου…

Κι ενώ ο υπολογιστής μου δίνει μάχη ζωής και θανάτου πάνω στον πάγκο του πληροφορικάριου, ας είναι καλά οι φίλοι που διαθέτουν και υπολογιστές και γρήγορη σύνδεση για να μπορέσω να είμαι και πάλι εδώ. Πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ή μήπως όχι; Ή μήπως αυτό αποδεικνύει την απόλυτη εξάρτησή μου από την τεχνολογία; Αλλά και πότε, από την εποχή του Προμηθέα δεν ήταν απόλυτη αυτή η εξάρτηση;

Πάμε όμως στην αφορμή: Θυμάμαι με συγκίνηση την είσοδο της τηλεόραση στο σπίτι μας. Χειμώνας του ’68 πρέπει να ήταν κι εγώ μπουσουλώντας άρπαξα ένα παρατημένο κατσαβιδάκι κι έσπευσα να το χώσω στο πίσω μέρος της συσκευής για να δω που είναι κρυμμένα τα ασπρόμαυρα ανθρωπάκια που έβλεπα μπροστά από το γυαλί. Με την ίδια συγκίνηση θυμάμαι την μετά από 20 χρόνια, το 1988, κάποιον να γράφει στην μαύρη οθόνη, με πράσινα γράμματα, χωρίς εγώ να αγγίζω το πληκτρολόγιο, ένα Hello. Ηταν η πρώτη μου σύνδεση με τον Άλλο μέσω υπολογιστή. Το «ανθρωπάκι» μέσα από το κουτί μου μιλούσε. Και μιλούσε μόνο σε μένα και όχι σε ένα αόριστο ακροατήριο.

Μέσα σ΄ αυτά τα 20 χρόνια έζησα και ζήσαμε κατακλυσμιαίες αλλαγές στις τεχνολογίες και μέσω αυτών ή παράλληλα με αυτές, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ή πιο σωστά, στον τρόπο που συνδέουμε τα προσωπικά και κοινωνικά μας βιώματα με όσα έμψυχα και άψυχα μας περιβάλλουν. Από το ραδιόφωνο, ψηλά στο ράφι με τις λυχνίες και το σεμεδάκι, στο τηλέφωνο με τις υπεραστικές κλήσεις –κατόπιν ειδοποίησης μία ημέρα πριν-, στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, στο πρώτο τρανζίστορ που έφερε κάποιος συγγενής από την Αμερική, στο τηλεκοντρόλ και την έγχρωμη τηλεόραση (άραγε Πάλ ή Σεκάμ να πάρουμε;) και από εκεί στο προσωπικό υπολογιστάκι για μαθηματικές πράξεις, στα πρώτα Κόμμοντορ, λίγο αργότερα στα ασύρματα οικιακά τηλέφωνα, στα κινητά, στους προσωπικούς υπολογιστές…

Σε ένα άλλο επίπεδο, έζησα τις ίδιες εξελικτικές φάσεις στο χώρο του Τύπου. Από το 82 που πρωτοτρύπωσα στις εφημερίδες και τα περιοδικά, πέρασα από τυπογραφεία, σε χειρόγραφα και δακτυλογραφήσεις, πάνω από μονταζιέρες και γράμματα λετρασέτ, στους πρώτους υπολογιστές και σήμερα στις online εκδόσεις.

Η περιέργεια μου για όλα αυτά και για όλα όσα μέσω αυτών ανακάλυπτα, το ξεπέρασμα των ορίων που μέχρι πριν λίγο έμοιαζαν ανυπέρβλητα με βοήθησαν να επιβιώσω μέσα σε όλο αυτόν ορυμαγδό.

Κατά ένα περίεργο τρόπο αυτό που δεν άλλαξε ήταν η λαχτάρα μου για την …παλιά τεχνολογία του βιβλίου. Τα βιβλία στο σπίτι συνεχίζουν να αυξάνονται και να πληθύνονται με αμείωτο ρυθμό εδώ και χρόνια κάνοντας την μεταφορά τους από σπίτι σε σπίτι –εμένα, του νομάδα της πληροφορίας- όλο και πιο δύσκολη.

Αν κάτι έχασα ήταν η επιθυμία μου –μάλλον και η δυνατότητα- να γράψω ένα βιβλίο. Μια επιθυμία αρκετά έντονη μέχρι τα 30 μου χρόνια η οποία χάθηκε ολοσχερώς πριν από πέντε χρόνια όταν ανακάλυψα τα blogs.

Παρά το γεγονός ότι παραμένω φανατικός αναγνώστης βιβλίων, θα πρέπει να ομολογήσω ότι ο όγκος των online κειμένων τα οποία διαβάζω υπερτερεί πλέον των εντύπων. Ο λόγος;

Οσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο εξοικειώνομαι από τη μη-γραμμική αφήγηση και το υπερκείμενο και άλλο τόσο με κουράζει η αρχή, η μέση και (κυρίως!) το τέλος.

Κι αν ΕΔΩ συνάντησα την κινητήρια, αρχετυπική περιέργεια των 4 μου χρόνων όταν με το κατσαβίδι στο χέρι αναζητούσα τον Άλλο μαζί με την επιθυμία μου να συνομιλήσω με το «πίσω μέρος της μηχανής» που και πάλι ήταν ο Άλλος, παρ’ όλα αυτά με διακατέχει μια απορία που ελάχιστα απέχει από την ανησυχία: Γιατί το βιβλίο (ως μορφή αλλά και ως περιεχόμενο, πεζό, ποιητικό, μυθιστόρημα ή διήγημα) έχει ελάχιστα επηρεαστεί από όλα όσα παράθεσα παραπάνω. Διότι, κι ας με συγχωρήσουν οι συνομιλητές μου, πέραν από τον Μπόρχες («Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται») και τον Πάβιτς («Το Λεξικό των Χαζάρων») όπου και τα δύο προηγήθηκαν του διαδικτύου και των επιρροών του, δεν έχω βρει κάτι που να εκφράζει, ως τρόπος, τη νέα εποχή της γραφής…

Ελπίζω μόνο σ’ αυτό που κάποτε είπε ο αγαπημένος φίλος, Θανάσης Τριαρίδης. Πως ο Καβάφης, ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης της εποχής μας θα εμφανιστεί μέσα από κάποια ιστολόγια…

Για να συνεχιστεί το μεγάλο παραμύθι της ιστορίας του είδους μας!

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

ΑΦΟΡΜΗ ΔΕΥΤΕΡΗ από τον Χρήστο Χρυσόπουλο

Ξεκινώντας σήμερα το πρωί θέλω να ευχαριστήσω όλους για τα καλά σας σχόλια. Ο ρόλος μας (και αυτό αφορά και την “κοινωνική” λειτουργία των συγγραφέων που έθιξε ο Μάνος Κοντολέων – όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι εγώ) είναι να κάνουμε νύξεις, να αναδεικνύουμε ανοίκειες οπτικές, να διατυπώνουμε ερωτήματα. Χρέος μας είναι -σε κάθε περίπτωση- η αμφισβήτηση (ακόμα και των ίδιων μας) των πεποιθήσεων. Νομίζω λοιπόν ότι μέσα από αυτή την (νομοτελειακά αποσπασματική) παράθεση απόψεων ανοίξαμε ένα ευρύ πεδίο ζητημάτων που ορίζουν τον χώρο συνύπαρξης τέχνης και τεχνολογίας (ιδού -από σπόντα- και η συγγένεια του πρώτου συνθετικού).

Εντούτοις (και εδώ έγκειται και η αλυσιτέλεια και το ενδιαφέρον της συζήτησης) όσοι γράφουμε, είμαστε κατ' εξοχήν άνθρωποι άνθρωποι της βραδύτητας και της μόνωσης (τουλάχιστον στην τέχνη μας)- δηλαδή στεκόμαστε κατά κάποιον τρόπο στον αντίποδα του τεχνολογικού νου. Ρωτώ λοιπόν: αν υποθέσουμε την αντίστροφη διαδρομή: όχι από την γραφή στην τεχνολογία, αλλά αντίστροφα: από την τεχνολογία στη γραφή: “με ποιον τρόπο η τεχνολογία έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο γράφουμε τα βιβλία μας;” Με ποιον τρόπο η γραφή μας έχει ήδη (ή θα έπρεπε να έχει ήδη) αλλάξει; Και εννοώ στην καθημερινή πρακτική της σκέψης μας για τα κείμενα. Γιατί, ακόμα κι αν αποφασίζαμε στρέψουμε τα νώτα στην τεχνολογία, κάτι έχει ήδη μεταλλαχτεί.

Σε αυτό το σημείο έχω να προτείνω μια θέση. Η αλλαγή είναι βαθύτερη από την επιφανειακή χρήση των εργαλείων. Αφορά τον κοσμοείδωλο απέναντι στο οποίο αποκρίνεται η λογοτεχνία (και η τέχνη γενικότερα). Η πολυσημία και η πολυμέρεια της πληροφόρησης, η “ανοιχτότητα” που συνεπάγονται οι διασυνδεδεμένες τεχνολογίες έχει αλλάξει (ή μάλλον θα πρέπει να αλλάξει) την επιστημολογία των προτάσεων της λογοτεχνίας μας.

Καθώς βρισκόμαστε διαρκώς βυθισμένοι στο προσωπικό μας σύμπαν της γραφής (που αποτελείται από εμμονές, ιστορίες, συνήθειες), είναι πολύ εύκολο να καταλήξουμε σε βολικές εκλογικεύσεις και γενικότητες για τον κόσμο. Ακριβώς τότε, η πληροφορία (δηλαδή το παράγωγο ενός τεχνολογικού κόσμου) μπορεί να μας "ταρακουνήσει" με ευεργετικό τρόπο υπενθυμίζοντάς μας το αναπάντεχο.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Αφορμή πρώτη

Κάθε φορά που μπαίνω σε βιβλιοπωλείο (όλο και σπανιότερα πια) νιώθω την απατηλή ευφορία του αγύμναστου που έπειτα από καιρό έβγαλε πέρα δυο τρία χιλιόμετρα στον διάδρομο: όσο η αδρεναλίνη διατηρείται στα ύψη είναι βέβαιος πως μόλις είχε μια σπουδαία εμπειρία και δε βλέπει την ώρα να την ξαναζήσει. Την επομένη έχουν βρεθεί χίλιοι λόγοι για να προτιμήσει την ευφορία του καναπέ (που είναι άραγε εξίσου απατηλή;).
Πολύ σπανίως διαλέγω πια βιβλία από βιβλιοπωλεία, η συνήθεια του φυλλομετρήματος και της αποσπασματικής ανάγνωσης μπροστά σε φορτωμένα ράφια είναι εξαιρετικά μακρινή, κι όσο κι αν τις ελάχιστες φορές που προκύπτει τέτοια ευκαιρία τα παλιά αντανακλαστικά διεκδικούν τα κεκτημένα τους, η επόμενη μέρα με βρίσκει να ξεδιαλέγω τίτλους από το ίντερνετ, να ξεγλιστράω ανακατεμένα σε ποιήματα, βιβλιοκρισίες και μπλογκς, να φλερτάρω με την ιδέα μιας συσκευής ανάγνωσης kindle, όταν αυτή θα έχει νόημα για κάποιον που θέλει να διαβάζει ελληνική λογοτεχνία.
Ας είχα (και σε ένα βαθμό έχω ακόμη) εμπλοκή με την παραγωγική διαδικασία που γεννά ένα βιβλίο, ακόμα και με το τεχνικό κομμάτι της, δεν νιώθω κανένα διχασμό: η τεχνολογία εδώ και χρόνια έκανε πιο πολύχρωμο τον αναγνωστικό μου χάρτη, δεν με κράτησε ποτέ ζηλότυπα μακριά από τις χάρτινες σελίδες, και με απάλλαξε από αφελή ρομαντικά αισθήματα που κάποτε έτρεφα για αυτές. Εσάς;