Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

ΑΦΟΡΜΗ ΤΕΤΑΡΤΗ από την Άννα Δραγατσίκα

Ανήκω σε εκείνα τα παιδιά, που γεννήθηκαν σε ένα διαμέρισμα. Δεν γνώρισα γειτονιά ή αυλή. Η μόνη ψυχαγωγία μου ήταν μια ασπρόμαυρη τηλεόραση και ένα ραδιόφωνο. Όταν κάποια στιγμή, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο, ένιωσα πως μεγάλωσε ξαφνικά το διαμέρισμά μας και πλέον με χωρούσε. Τα πρώτα μου βιβλία, τα διάβαζα αργά για να μην τελειώσουν και μετά δεν καταφέρω να βρω άλλα. Όταν σιγουρεύτηκα ότι υπάρχουν πολλά, με έπιασε μια απίστευτη μανία και ήθελα να τα διαβάσω όλα.

Λίγο η ανασφάλεια της οικογένειας μου, λίγο η λογική προσκόλληση της βασικής μου εκπαίδευσης, στους μεγάλους και κλασσικούς λογοτέχνες, λίγο το περιβάλλον μου, που δεν μου πρόσφερε ιδιαίτερες εναλλακτικές λύσεις, βρέθηκα στην εφηβεία να έχω εξαντλήσει τη λίστα με τα must read βιβλία. Άρχισα να αναζητώ μόνη μου τίτλους, σε λογοτεχνικά περιοδικά ή σε ειδικά αφιερώματα σε εφημερίδες. Το χαρτζιλίκι λίγο και η λίστα με τα προτεινόμενα βιβλία μεγάλη. Με θυμάμαι να κάθομαι ώρες ατελείωτες στο βιβλιοπωλείο και να προσπαθώ να αποφασίσω όχι ποιο θα πάρω αλλά ποιο δεν θα πάρω. Ποιο θα θυσιάσω. Και πάντα θυσίαζα και άφηνα στο ράφι, τα λιγότερο γνωστά ή τα λιγότερο κλασσικά βιβλία. Από φόβο ότι ίσως αγοράσω το «κακό» βιβλίο ή κάνω την «λάθος» επιλογή έναντι κάποιου αριστουργήματος. Κάθε βιβλίο, που τελείωνα, με έκανε ακόμα πιο δύσκολη και επιλεκτική στην επιλογή του επόμενου. Και βρέθηκα κάποια στιγμή, παντελώς ανίκανη να ενθουσιαστώ με κάποιο βιβλίο. Και σταμάτησα.

Ευτυχώς κάπου εκεί χρονικά, άρχισε να μπαίνει στην ζωή μου ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το Internet. Αρχικά ως εργαλείο εργασίας, στη συνέχεια ως εργαλείο ενημέρωσης και αργότερα επικοινωνίας. Χωρίς να το συνειδητοποιώ άρχισα να έρχομαι σε επαφή με απίστευτο όγκο πληροφορίας, τον οποίο και κατανάλωνα με εξαιρετική ευκολία. Είχα ανακτήσει την χαρά της ανάγνωσης. «Συνάντησα» πολλούς συγγραφείς και λογοτέχνες και ήρθα σε επαφή με κείμενα, που υπό άλλες συνθήκες, θα είχα αδιαφορήσει. Άρχισαν να με γοητεύουν κείμενα καθημερινότητας, απλών ανθρώπων και βρέθηκα να αλληλεπιδρώ μαζί τους. Συμμετείχα και συμμετέχω σε διαδικτυακές κοινότητες, που ασχολούνται με το βιβλίο και ανακάλυψα πως εκτός από τα αντικειμενικά λογοτεχνικά αριστουργήματα, υπάρχουν και τα υποκειμενικά λογοτεχνικά αριστουργήματα και αυτά μπορούσα να τα καθορίσω εγώ. Αγάπησα και πάλι το βιβλίο. Για την ακρίβεια, όλα τα βιβλία.

Σήμερα, παρακολουθώ εγχειρήματα νέων ανθρώπων, που με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, μπορούν και παράγουν αλλά και προωθούν μόνοι τους τα βιβλία τους. Εμπιστεύομαι τις επιλογές των μεγάλων εκδοτικών οίκων. Απλά με ενθουσιάζει το γεγονός ότι κάποιος μπορεί, αν το θέλει πραγματικά να εκδώσει ένα βιβλίο. Βλέπω όλο και περισσότερα βιβλία να κυκλοφορούν με creative commons άδειες. Καινούριους τρόπους προώθησης βιβλίων. Νέα μέσα έκφρασης και το βιβλίο να κατεβαίνει από το ράφι «Μεγάλοι λογοτέχνες» και να βρίσκει κοινό να το αγκαλιάζει. Γιατί, πλέον με αγχώνουν τα βιβλία, που βρίσκονται σε «ψηλά» ράφια και δεν φτάνει το χέρι όλων να τα πιάσει. Αν και έχω απομακρυνθεί εδώ και χρόνια από την τηλεόραση, με ενθουσιάζει να βλέπω σειρές βασισμένες σε βιβλία, που τυγχάνουν κοινής αποδοχής. Ίσως στην εποχή μας να μην είναι η ζωγραφική η λογοτεχνία των αγράμματων αλλά να είναι η τηλεόραση ή ακόμα καλύτερα ο κινηματογράφος.

Θέλω οι άνθρωποι να διαβάζουν και αυτό να είναι ουσιαστικό μέρος της ψυχαγωγίας τους. Όχι ένα χόμπι πολυτελείας, από λίγους για λίγους. Είναι ίσως επειδή πιστεύω ότι η ποιότητα έρχεται μέσα από την ποσότητα και η ελευθερία από τις πολλές επιλογές. Εσείς τι λέτε;

6 σχόλια:

  1. Ενδιαφέρουσα η πορεία από την ανασφάλεια των μοναχικών επιλογών σε εκείνη της ασφάλειας των συντροφικών αναζητήσεων. Και ακόμα πιο ενδιαφέρουσα η επισήμανση της παρουσίας δημοκρατικών και πολυφωνικών δυνατοτήτων κατάθεσης συγγραφικών ανησυχιών.
    Κάτω από μια τέτοια ματιά, πολλά που όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε και θεωρούσαμε ως δεδομένα, αποκτούν μια άλλη χροιά.
    Η δημοκρατία της ανάγνωσης συνυπάρχει με τη δημοκρατία της συγγραφής.
    Αλλά να έχουμε το νου μας. Γιατί –το έχουμε δει συχνά μέσα στην πορεία των ανθρώπινων επιτευγμάτων- μπορεί η δημοκρατία να μετατραπεί σε λαοκρατία και η επανάσταση σε καταστημένο.
    Τελικά η ανάγνωση –η δημιουργική, υπεύθυνη, όσο και υποκειμενική ανάγνωση- μπορεί να γίνει κτήμα των πολλών χωρίς την παράλληλη ύπαρξη μιας γενικότερης παιδείας; Μπορεί ένα τέτοιο σχέδιο να αφεθεί σε ατομικές και μόνο πρωτοβουλίες;
    Και μάλιστα, όταν το ξέρουμε πως μαζί με την ανιδιοτελή προσφορά θα κυκλοφορήσει και η διάθεση κάποιων να κερδίσουν όχι την ποιότητα της Τέχνης, αλλά τον πλούτο της Αγοράς.
    Αν το σύγχρονο marketing καθορίζει τις επιλογές των πολλών, είναι να μην φτάσει να χρησιμοποιήσει την ελεύθερη διακίνηση σκέψεων προς το δικό του και μόνο όφελος;
    Όχι, δεν φοβάμαι τις όποιες αλλαγές. Προβληματίζομαι απλώς και αναζητώ τους τρόπους εκείνους που θα με προφυλάσσουν από την υπόγεια εκμετάλλευση κάποιων επιτήδειων που θα εφεύρουν καινούργιους τρόπους προώθησης των βιβλίων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όποτε ακούω τη λέξη «ψυχαγωγία» νιώθω ακόμη πιο πεθαμένος. Με την καλή έννοια, που λέει –ή έλεγε, δεν ξέρω– και ο Ψινάκης. Πάντα έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα αυτή – καθαρά ποεδική, θα πεις, το ξέρω: ο Αχέρων, ο περαματάρης-βαρκάρης που άγει την ψυχή του φρεσκοπλυμένου μακαρίτη στον Άδη, γιατί δε γίνεται αλλιώς – ποια αγωγή της ψυχής και ξέρω γω, δηλαδή, μιλάμε για καθαρό, ατόφυο, απαστράπτοντα Θάνατο: νά ένα θέμα. («Αγωγή της ψυχής»: μου μυρίζει απολυμαντικό εδώ, νωπά σανίδια, οικοτροφείο του πολίτου. Προτιμώ ανάγωγες ψυχές, με πιο ξέπλεκα μαλλιά, πιο γλωσσούδες, πιο αλέγκρες, πιο βάμος: να τα δίνουνε πιο όλα). – Οι επιλογές των μεγάλων Οίκων, και των Οίκων γενικώς, καλές-κακές, δεν είναι εμπιστοσύνης. Κρύβουν παγίδες. Εμένανε μού θυμίζουν τις αντίστοιχες των κυριακάτικων φύλλων, που ένα τους σου χαρίζει το Μπόξτερ και όλες οι υπόλοιπες χιλιάδες σε πουλάνε μπιρ-παρά στις Τράπεζες. (Φαντάσου: όλα μαζί τα μεγάλα εκδοτικά στην Ελλάδα εκδίδουν ένα ασήμαντο, στατιστικά πρόστυχο, ποσοστό αγνώστων συγγραφέων ετησίως). – Γενικά, για να επιλέξει κανείς στην Τέχνη (στην όποια να ’ναι) πρέπει να μοχθήσει μόνος: τίποτε δε δίνεται δωρεάν από τρίτους, τίποτε δεν προσφέρεται έτοιμο, τίποτε προκάτ δεν αξίζει αν δεν το έχεις αναζητήσει κι αν δεν έχεις φάει τα νύχια σου σκαρφαλώνοντας σε άγνωστους τοίχους. (Ναι, έχω απόλυτη επίγνωση αυτής της συσσώρευσης κοινοτοπιών). (Συμβουλή προς ναυτιλλομένους με ναυτία: άμα δείτε και γίνεται τίποτα φεστιβάλ για την Επανάσταση στο Γκάζι, ή όπου αλλού, παρατήστε την Επανάσταση). – Στο Ίντερνετ φαίνεται να έχει πιο πολύ φως. Πολύ πιο πολύ. Αλλά, ως γνωστόν, όσο πιο πολύ φως, τόσο πιο εύκολα κρύβεται οτιδήποτε. (Εξαιρούνται τα άτομα του είδους rey zamuro, κ.τ.π., που και οξεία όραση έχουν, και ευφορία ηλίου, και ανεξάντλητη υπομονή). Σε κάθε περίπτωση, πριν από την (ας πούμε: σοβαρή) ανάγνωση (ένα είδος ρετιρέ καθαυτήν), είναι ένα σωρό άλλα πράγματα να γίνουν, και όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με το Νετ. (Ένα, μόλις, από αυτά είναι να αποφασίσουμε πόσην ελευθερία αντέχουμε).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μάνο, νομίζω ότι στο νετ οι «επιτήδειοι» έχουν βρει απλόχωρο πεδίο. Κρυμμένοι, ακριβώς, Κυριάκο, μέσα στο φως του, που εξαφανίζει και μαχαιριά στα πλευρά μέσα σε συνωστισμένη ουρά αναμονής επιδοξων συγγραφέων. Δεν ξέρω πόσο θα πάρει για να μάθουμε να φυλαγόμαστε, ίσως νωρίτερα ξεμάθουμε την ανάγκη να φυλαχτούμε. Ο ασφαλέστερος τρόπος, Αννα, για να προδοθείς, εσύ που αγάπησες και πάλι τα βιβλία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Είναι και κομμάτι τρομαχτικό όλο αυτό, δεν είναι;

    Όλα είναι, δηλαδή...

    Πού 'ν' ο κόσμος;

    >: [

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μια κοινότητα ή μια ομάδα, η όποια μορφής και υφής κοινότητα / ομάδα, για να υπάρξει και για να λειτουργήσει χρειάζεται να σέβεται κάποιους κανόνες. Όταν μάλιστα αυτούς τους κανόνες τους έχουν, από τα πριν τα μέλη της, αποδεχτεί, τότε η μη τήρησή τους το λιγότερο που φανερώνει είναι πως κοινότητα ή ομάδα -έστω, συντροφιά- δεν υφίσταται. Το λιγότερο, πάλι, είναι πως κάποια από τα μέλη της δεν έχουν καλούς τρόπους. Το savoir faire νομίζω πως είναι αναγκαίο ακόμα και σε εικονικές επαφές.
    Καληνύχτα Άννα, καληνύχτα Κυριάκο, καληνύχτα Γιάννη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Άννα, να πω ότι ζηλεύω το ταξίδι σου στα βιβλία. Ως γνήσιο εξάμβλωμα της γενιάς μου –πρώτης μεταπολιτευτικής- ξεκίνησα από τις εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ και τους κλασσικούς του Μαρξισμού. Πέρασα στη ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ και μετά στην «πρωτοπορία» και τα ρεύματα του καιρού μου. Αργησα να ανακαλύψω τους «κλασσικούς» και μόνο χάρη σε φίλους και από ανάγκη κατάφερα να κερδίσω λίγο από το χαμένο έδαφος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή