Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

ΑΦΟΡΜΗ ΤΡΙΤΗ από τον Αντρέα Παναγόπουλο Σάντερς

Και ιδού! Αλλιώς ήθελα να το ξεκινήσω αυτό το κείμενο και αλλιώς το αρχίζω. Ο λόγος; Με πρόδωσε ο υπολογιστής μου. Κάτι που για μένα που εδώ και είκοσι και πλέον χρόνια προσπορίζομαι τα του βίου (επαγγελματικού και επικοινωνιακού) μέσω καλωδίων συνιστά ένα είδος μικρής τραγωδίας. Άλλες τεχνολογίες γραφής (στυλό, μολύβια, γραφομηχανές) δεν μπορώ πλέον να χρησιμοποιήσω και πάντως όχι για σημειώματα άνω των δέκα λέξεων σε κίτρινα χαρτάκια. Αναπηρία; Αναπηρία! Δεν ντρέπομαι γι’ αυτή όπως δεν ντρέπεται ο τυφλός για την τυφλότητά του και ο κουτσός για την κουτσαμάρα του. Δεχτείτε με έτσι. Ή μη με δέχεστε. Εχω τα παιδιά μαζί μου…

Κι ενώ ο υπολογιστής μου δίνει μάχη ζωής και θανάτου πάνω στον πάγκο του πληροφορικάριου, ας είναι καλά οι φίλοι που διαθέτουν και υπολογιστές και γρήγορη σύνδεση για να μπορέσω να είμαι και πάλι εδώ. Πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ή μήπως όχι; Ή μήπως αυτό αποδεικνύει την απόλυτη εξάρτησή μου από την τεχνολογία; Αλλά και πότε, από την εποχή του Προμηθέα δεν ήταν απόλυτη αυτή η εξάρτηση;

Πάμε όμως στην αφορμή: Θυμάμαι με συγκίνηση την είσοδο της τηλεόραση στο σπίτι μας. Χειμώνας του ’68 πρέπει να ήταν κι εγώ μπουσουλώντας άρπαξα ένα παρατημένο κατσαβιδάκι κι έσπευσα να το χώσω στο πίσω μέρος της συσκευής για να δω που είναι κρυμμένα τα ασπρόμαυρα ανθρωπάκια που έβλεπα μπροστά από το γυαλί. Με την ίδια συγκίνηση θυμάμαι την μετά από 20 χρόνια, το 1988, κάποιον να γράφει στην μαύρη οθόνη, με πράσινα γράμματα, χωρίς εγώ να αγγίζω το πληκτρολόγιο, ένα Hello. Ηταν η πρώτη μου σύνδεση με τον Άλλο μέσω υπολογιστή. Το «ανθρωπάκι» μέσα από το κουτί μου μιλούσε. Και μιλούσε μόνο σε μένα και όχι σε ένα αόριστο ακροατήριο.

Μέσα σ΄ αυτά τα 20 χρόνια έζησα και ζήσαμε κατακλυσμιαίες αλλαγές στις τεχνολογίες και μέσω αυτών ή παράλληλα με αυτές, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ή πιο σωστά, στον τρόπο που συνδέουμε τα προσωπικά και κοινωνικά μας βιώματα με όσα έμψυχα και άψυχα μας περιβάλλουν. Από το ραδιόφωνο, ψηλά στο ράφι με τις λυχνίες και το σεμεδάκι, στο τηλέφωνο με τις υπεραστικές κλήσεις –κατόπιν ειδοποίησης μία ημέρα πριν-, στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, στο πρώτο τρανζίστορ που έφερε κάποιος συγγενής από την Αμερική, στο τηλεκοντρόλ και την έγχρωμη τηλεόραση (άραγε Πάλ ή Σεκάμ να πάρουμε;) και από εκεί στο προσωπικό υπολογιστάκι για μαθηματικές πράξεις, στα πρώτα Κόμμοντορ, λίγο αργότερα στα ασύρματα οικιακά τηλέφωνα, στα κινητά, στους προσωπικούς υπολογιστές…

Σε ένα άλλο επίπεδο, έζησα τις ίδιες εξελικτικές φάσεις στο χώρο του Τύπου. Από το 82 που πρωτοτρύπωσα στις εφημερίδες και τα περιοδικά, πέρασα από τυπογραφεία, σε χειρόγραφα και δακτυλογραφήσεις, πάνω από μονταζιέρες και γράμματα λετρασέτ, στους πρώτους υπολογιστές και σήμερα στις online εκδόσεις.

Η περιέργεια μου για όλα αυτά και για όλα όσα μέσω αυτών ανακάλυπτα, το ξεπέρασμα των ορίων που μέχρι πριν λίγο έμοιαζαν ανυπέρβλητα με βοήθησαν να επιβιώσω μέσα σε όλο αυτόν ορυμαγδό.

Κατά ένα περίεργο τρόπο αυτό που δεν άλλαξε ήταν η λαχτάρα μου για την …παλιά τεχνολογία του βιβλίου. Τα βιβλία στο σπίτι συνεχίζουν να αυξάνονται και να πληθύνονται με αμείωτο ρυθμό εδώ και χρόνια κάνοντας την μεταφορά τους από σπίτι σε σπίτι –εμένα, του νομάδα της πληροφορίας- όλο και πιο δύσκολη.

Αν κάτι έχασα ήταν η επιθυμία μου –μάλλον και η δυνατότητα- να γράψω ένα βιβλίο. Μια επιθυμία αρκετά έντονη μέχρι τα 30 μου χρόνια η οποία χάθηκε ολοσχερώς πριν από πέντε χρόνια όταν ανακάλυψα τα blogs.

Παρά το γεγονός ότι παραμένω φανατικός αναγνώστης βιβλίων, θα πρέπει να ομολογήσω ότι ο όγκος των online κειμένων τα οποία διαβάζω υπερτερεί πλέον των εντύπων. Ο λόγος;

Οσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο εξοικειώνομαι από τη μη-γραμμική αφήγηση και το υπερκείμενο και άλλο τόσο με κουράζει η αρχή, η μέση και (κυρίως!) το τέλος.

Κι αν ΕΔΩ συνάντησα την κινητήρια, αρχετυπική περιέργεια των 4 μου χρόνων όταν με το κατσαβίδι στο χέρι αναζητούσα τον Άλλο μαζί με την επιθυμία μου να συνομιλήσω με το «πίσω μέρος της μηχανής» που και πάλι ήταν ο Άλλος, παρ’ όλα αυτά με διακατέχει μια απορία που ελάχιστα απέχει από την ανησυχία: Γιατί το βιβλίο (ως μορφή αλλά και ως περιεχόμενο, πεζό, ποιητικό, μυθιστόρημα ή διήγημα) έχει ελάχιστα επηρεαστεί από όλα όσα παράθεσα παραπάνω. Διότι, κι ας με συγχωρήσουν οι συνομιλητές μου, πέραν από τον Μπόρχες («Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται») και τον Πάβιτς («Το Λεξικό των Χαζάρων») όπου και τα δύο προηγήθηκαν του διαδικτύου και των επιρροών του, δεν έχω βρει κάτι που να εκφράζει, ως τρόπος, τη νέα εποχή της γραφής…

Ελπίζω μόνο σ’ αυτό που κάποτε είπε ο αγαπημένος φίλος, Θανάσης Τριαρίδης. Πως ο Καβάφης, ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης της εποχής μας θα εμφανιστεί μέσα από κάποια ιστολόγια…

Για να συνεχιστεί το μεγάλο παραμύθι της ιστορίας του είδους μας!

12 σχόλια:

  1. Πριν πω οτιδήποτε άλλο (πιο μετά, πιο μετά), ας αναφωνήσω: «Τι ωραίο κείμενο!»

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μια διευκρίνιση. Στις τελευταίες παραγράφους εκφράζω μια ανησυχία στην οποία έχετε επαρκώς κατ’ εμέ απαντήσει στα σχόλια της Πρώτης Αφορμής.
    Η Αφορμή η δική μου έχει να κάνει περισσότερο με το αν η γενιά μας πέρασε από το παλιό Φίλιπς στο τελευταίο μοντέλο του i-phone, αυτή η γενιά που ξεκινά την πορεία της εν τη παρουσία του i-phone, τι της μέλλεται να αντικρύσει σε 20 χρόνια;
    Πως δηλαδή θα συνδέει τα (ποια;) βιώματα της με όσα έμψυχα ή άψυχα θα την περιβάλουν; Πως δηλαδή θα αντιλαμβάνεται τον κόσμο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν ξέρω!
    Ναι, στο αληθινά ζωντανό και μη -τεχνολογικό αυτό κείμενο, στα όσα ιδιαιτέρως ουσιαστικά θέτει, εγώ το μόνο που έχω να απαντήσω είναι ένα «Δεν ξέρω!»
    Και δεν θέλω να ξέρω. Ούτε θέλω να μου το μάθουνε –θέλω να το ζήσω.
    Εγώ το ’68 γάμπριζα και ήταν από το τέλος της δεκαετίας του ’50 που λαχταρούσα να έχουμε στο σπίτι ένα τηλέφωνο, που έβλεπα τη γραφομηχανή στο γραφείο του πατέρα μου και νόμιζα πως αν μάθαινα να τη χειρίζομαι ένας ολόκληρος κόσμος θα ανοιγότανε μπροστά μου. Κάπου εκεί στο ’62 από το πικ απ πήγαινα στο μαγνητόφωνο και για πρώτη φορά άκουγα τη φωνή μου και ανακάλυπτα πως μπορεί να με ακούγανε οι άλλοι.
    Η δική μου η γενιά ήταν αυτή που έζησε όλα τα θαύματα της τεχνολογίας και τα έζησε στο πετσί της. Και κάθε φορά το νέο επίτευγμα ή προϊόν γινότανε αμέσως δικό μας, γινότανε κτήμα μου –από το κουρδιστό αυτοκινητάκι στο τηλεχειριζόμενο, από τις παραδοσιακές σκάλες στις κυλιόμενες της Ομόνοιας, από τον ποδοκίνητο τροχό του οδοντογιατρού σε αυτόν τον σύγχρονο με τα λέιζερ, από την κούρσα του πλούσιου γείτονα στο 4Χ4 των εκδρομών μας, από τον χωματόδρομο στον ασφαλτοστρωμένο, από την Ηλεκτρικό στο Μετρό, από τα ταξίδια με πούλμαν στα αεροπορικά, από,… από,… από…
    Τι να με ξαφνιάσει πια; Και ποιο απ΄ όλα αυτά με ξάφνιασε; Ειλικρινά κανένα. Γιατί κάθε τι που ερχότανε –αργοπορημένα ή όχι- ήμουνα, είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε. Και τώρα όλα όσα γίνονται μέσω ίντερνετ –κι αυτά αφού τα χρησιμοποιούμε, έτοιμοι είμαστε για κάτι τέτοιο.
    Αλλάζουμε; Ναι, αλλάζουμε!
    Μου αρέσει να ζω την αλλαγή.
    Αλλά αν με τίποτε πια δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω την γραφομηχανή που κάποτε με καμάρι αγόρασα, την πιο πολύτιμη θέση στις βιβλιοθήκες μου την έχουν οι εκδόσεις οι παλιές –προς θεού, δεν αναφέρομαι σε τίποτε εκδόσεις της Λειψίας! Μιλάω για βιβλία του Δίφρου, του Γκοβόστη, του Ικάρου, τα μικρά της Εστίας, τα πρώτα, πρώτα του Καστανιώτη… Ξέρω το γιατί –συμβολίζουν μια εποχή που χάθηκε. Δεν την νοσταλγώ. Απλώς ξέρω πως για να φτάσω στο σήμερα, από εκεί πρώτα πέρασα.
    Κι εγώ διαβάζω κείμενα μέσα στην οθόνη του pc μου. Διαβάζω τα νέα και τις σημειώσεις ανθρώπων που ποτέ δε θα τις εκδώσουν.
    Γράφω κι εγώ –ομολογώ όχι και τόσο συχνά- σκέψεις που δεν θα βρεθούνε ποτέ να είναι τυπωμένες.
    Και ανταλλάσσουμε απόψεις χωρίς να έχουμε ειδωθεί –να τα λέμε, βρε αδελφέ, με ένα καφέ κι ένα τσιγάρο.
    Αλλάζουμε… Ζούμε αυτήν την αλλαγή. Και κάθε μέρα το πρωί ξαφνιαζόμαστε και το βράδυ έχουμε τα πάντα συνηθίσει.
    Κάπως έτσι ο καθένας μας γράφει και κάπως έτσι ο καθένας μας διαβάζει. Σήμερα.
    Αύριο; Γιατί να θέλω από σήμερα να ξέρω αυτό που θα συμβεί αύριο; Αν μη τι άλλο θα έχανα το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής –το απρόοπτο.
    ΥΓ Σε ευχαριστώ ANemos για την ευαισθησία που χάρισες στην κουβέντα μας. Έπρεπε να είχες έρθει πιο νωρίς. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά… Κι άλλωστε, είπαμε –το απρόοπτο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Α, και κάτι ακόμα.
    Σήμερα το βράδυ, ο φίλος μας Θανάσης Τριαρίδης μιλά για τον Καβάφη. Μιλά με τον δικό του τρόπο... Και συνεχίζει το μεγάλο παραμύθι της ιστορίας του είδους μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μεγάλη η τιμή!
    Τα σέβη μου!


    (Πως να μη χρεώσω κι αυτή τη συνάντηση στα συν του διαδικτυακού μας κόσμου;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Οι techno-εμπειρίες μας είναι πολύ κοντά. Και τις σκέφτομαι συχνά-πυκνά, είν’ η αλήθεια. Ναι, είδα κι εγώ πολλά να αλλάζουν, να εξελίσσονται, να μου διαφεύγουν μέσα στην πολυπλοκότητά τους, στην κρυμμένη τους επιστήμη, στα τεχνολογικά τους μικροθαύματα, να με ξεπερνούν: ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ το σήμερα με βάση τα τότε βιώματά μου – θα έπεφτα τρομακτικά έξω, και δε θα ’χε και καμιά απολύτως σημασία. Η τηλεόραση δέσποζε φυσικά στο κέντρο, και κατάπιε την αλάνα που παίζαμε μπάλα με άνεση – όπως ο Φρέιζερ τον Κάσιους Κλέι (με μας να κλαίμε με μαύρο δάκρυ, στο μεταξύ) σ’ εκείνη την τρομερή αναμέτρηση του αιώνα που είδαμε, μέσα στα «χιόνια», από τη γιουγκοσλάβικη τηλεόραση το ’71 – πιο πολύ αυτή μάς έκανε εντύπωση, παρά κοτζαμάν προσελήνωση δυο χρόνια πριν. Και φυσικά, στο απανάμεσο (και συντριπτικά κυριότερο απ’ όλα αυτά, το γκολ του αΡείμνηστου Κεραμιδά στο Καυταντζόγλειο, και η τελευταία, ίσαμε ήμερα, Κούπα… – Μετά όλα κύλησαν όπως τα ξέρει και τα θυμάται ο καθείς. Εγώ τα είδα και λίγο (στο θέμα μας, πάντα) σαν ένα από τα «παλιά» επεισόδια του Star Trek. Ξέρετε, εκεί ντεμπουτάρισαν όλα (κυριολεκτικά) τα καλούδια τής σήμερον (πολλά μένουν να εμφανιστούν προσεχώς), και μάλιστα όχι άπαξ – έπαιζαν κάθε βδομάδα, σε βαθμό τέτοιον που τα κινητά, φέρ’ ειπείν, να ’ναι προσβολή που άργησαν τόσο πολύ να μπουν στη γραμμή παραγωγής: μια εικοσιπενταετία είναι άπειρος χρόνος για ένα τέτοιο ταπεινό γκατζετάκι, όπως και να το κάνεις. – Τώρα που λέω για το σκάφος του πλοιάρχου Τζέιμς Κερκ κι όλ’ αυτά, νομίζω πως καλό θα ήταν να σκεφτούμε πόσο λόγο απορρόφησε η τηλεόραση (και φυσικά ο κινηματογράφος), πόσο άλλαξε, υφάρπασε αλλά και πλούτυνε και εντέλει δε χαράμισε στο ελάχιστο τη λογοτεχνία μας, ιδίως τη λαϊκή λεγόμενη. Έχουν την ίδια ακριβώς αξία για μένα και τα μεν κείμενα και τα δε, ασχέτως τού αν τα πρώτα ντύνονται με χάρτινα καλύμματα και τα άλλα απλώς προφέρονται. Όλο το πάλαι ποτέ «θέατρο» αναβαθμίστηκε, έστω και με σκύβαλα (από τα οποία ποτέ και καμία εποχή δεν έμεινε παραπονεμένη, τουναντίον: όλες, ακόμα και οι Χρυσοί Αιώνες, ήταν γεμάτοι ίσαμε τα μπούνια). Λόγος είναι όλα: ικεσία, αναφιλητό μέσα στη νύχτα από καρδιές σφόδρα μοναξιασμένες, και προσωπικώς δε μ’ ενδιαφέρει η κοψιά τους. Ας είναι και χαράγματα στο βράχο, ας είναι και μυθιστορήματα που (θα) χτίζονται από fiction viruses, ας είναι μια χακεράδικη bio-τεχνία, ή όπως θέλουν ας την πουν. Άνθρωποι τα φτιάχνουν αυτά όλα, δηλαδή Κάιν του καιρού τους: έχω την αφελή ενδεχομένως πεποίθηση πως ήμασταν προετοιμασμένοι για το Νετ όσο και για την τυπογραφία και για τον τροχό. Μαθημένοι, άλλωστε, σε απώλειες, και σε εξανδραποδισμούς, θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε στα θεότυφλα, με αρωγούς τα θύματά μας (και Ερινύες τις κραυγές τους), όπου χαράξουμε κάθε φορά πορεία. Τα νέα παιδιά, τα παιδιά τού i-phone, έχουν τα δικά τους Star Trek για φάρους, και η λογοτεχνία τους (η λογοτεχνία μας: αγωνιωδώς, πεισματικά, γεροντικά ριζωμένη στο χτες – ποιος να την κατηγορήσει;) θα πεθάνει μαζί τους και μαζί μας. Εδώ θα είμαστε, όσο είμαστε, για να το δούμε – κι αν όντως το δούμε, θα ’ναι λίγο σα να βλέπουμε έναν καταδικό μας Doppelgänger, έναν εφιάλτη πο θα προοιωνίζεται το θάνατό μας. (Στο μεταξύ τα θέματά μας είναι, πάντα, άλλα – και εξόχως τρομακτικά και όμοια με τα παλιά και αρχέγονα). (Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ).

    [Έχω την εντύπωση πως ο Τριαρίδης, μιλώντας για τον νέο Καβάφη, Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντη κλπ. που θα εμφανιστούν –φυσικά και θα εμφανιστούν– μέσα από κάποια ιστολόγια αναφέρεται στη δυνατότητα αυτοέκδοσης που έχουμε σήμερα: όχι στο είδος, στη μορφή, στην «εξέλιξη» της (αυριανής) τέχνης].

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Η τεχνολογία λοιπόν δεν είναι τόσο νέα· έχει ήδη σχηματίσει το πεδίο της νοσταλγίας της, πρόφτασε να το ναρκοθετήσει, έχει ήδη μια προϊστορία να κατασπαράζει, άρα μπορεί να γεννήσει αναφιλητά. Ωραία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Αρχικά θα «τσιμπήσω» στο σημείο, που θα «τσιμπούσε» ο οποιοσδήποτε bookcrosser…

    "Τα βιβλία στο σπίτι συνεχίζουν να αυξάνονται και να πληθύνονται με αμείωτο ρυθμό εδώ και χρόνια κάνοντας την μεταφορά τους από σπίτι σε σπίτι –εμένα, του νομάδα της πληροφορίας- όλο και πιο δύσκολη."

    Και θα πρότεινα την απελευθέρωση μερικών. Τα πλεονεκτήματα πολλά. Θα δημιουργηθεί χώρος για καινούρια, θα είναι η μεταφορά πιο εύκολη και θα ταξιδεύουν διαρκώς, «χαϊδεύοντας» όποιον τα βρίσκει. Τόσο με το περιεχόμενο τους, όσο και με την μαγεία της συνάντησης με ένα ελεύθερο βιβλίο, που κάποιος, που δεν ξέρεις και ίσως ποτέ δεν θα συναντήσεις, το άφησε εκεί ελπίζοντας, να το βρεις.

    Προσφέρομαι για βοήθεια αν το αποφασίσεις :)!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Επανέρχομαι σήμερα, με περισσότερο διαθέσιμο χρόνο, για να πω και εγώ ότι η αφορμή, είναι ένα πολύ ωραίο κείμενο, γεμάτο εικόνες και πολλές είναι γνώριμες. Δεν μπορώ να πω, ότι είχα τη δυνατότητα να παρακολουθήσω όλες αυτές τις αλλαγές. Πολλές με βρήκαν και δεν τις βρήκα, αλλά 10 χρόνια plugged έχω αρχίσει να αποκτώ την προσωπική μου τεχνολογική νοσταλγία.

    Πρέπει να ομολογήσω ότι διαβάζοντας το κείμενο η αρχική ερώτηση, που ένιωσα πως «πρέπει» να απαντήσω ήταν το γιατί δεν αλλάζει το βιβλίο. Θεωρώ ότι αλλάζει, αλλά τόσο αργά, ενώ γύρω του όλα τα υπόλοιπα αλλάζουν με τρομακτική ταχύτητα, που δεν μπορώ να προσδιορίσω το μέγεθος της αλλαγής. Από τα χειρόγραφα βιβλία, στα e-books, έχουν μεσολαβήσει τόσες πολλές τεχνολογικές αλλαγές και το έχουν φέρει πιο κοντά στον αναγνώστη από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Όπως η εικαστική έκφραση, βγαίνει από τις αίθουσες τέχνης και πάει και στέκεται στον απέναντι τοίχο ή απέναντι οθόνη, έτσι και το βιβλίο κατεβαίνει από το κλειδωμένο ράφι και μπαίνει δώρο σε εφημερίδα ή γίνεται pdf. Πλησιάζει τον αναγνώστη του. Και η επαφή με τον τελικό αποδέκτη, το τρομοκρατεί αλλά και το αλλάζει.

    Όσο για τη επόμενη γενιά και εγώ δεν ξέρω και δεν θέλω να ξέρω. Φαντάζομαι ότι όπως οι γονείς μου δυσκολεύονται να καταλάβουν, γιατί κάθομαι μπροστά σε μια οθόνη και γελάω ή κλαίω ή παθιάζομαι, έτσι και εγώ θα δυσκολευτώ να καταλάβω τα παιδιά μου ή τα παιδιά τους. Όπως εγώ έζησα αλλαγές, είτε μεγάλες είτε μικρές, έτσι και εκείνα θα ζήσουν τις δικές τους. Κάθε γενιά ορίζει την ταυτότητά της τσαλαβουτώντας σε όσα μπορεί να αλλάξει και κυρίως σε όσα προλαβαίνει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. mafalda >>> Να κάτι ακόμη που έμεινε στο στάδιο της πρόθεσης ή του νεύματος. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές όμως δεν το έχω κάνει, να απελευθερώσω μερικά από τα βιβλία μου. Μερικά επειδή δεν μπορώ να τα αποχωριστώ ο ίδιος. Αλλα γιατί θέλω να τα περάσω στα παιδιά μου. Αλλα για να είναι εκεί σε πρώτη ζήτηση πηγών και αναφορών. Πολλά περισσότερα διότι νομίζω οτι δεν αφορούν κανέναν.
    Προφάσεις εν αμαρτίαις. Το ξέρω!
    Νομίζω όμως ότι έχει έλθει η στιγμή της απελευθέρωσης μερικών τόμων!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή